- επιλεκτάρχης
- ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α)αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λεκτος (< επι-λέγω) + -άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι-άρχης, εργοστασι-άρχης, κομματ-άρχης)].
Dictionary of Greek. 2013.